- ποικιλοτερπής
- ποικῐλο-τερπής, ές,A delighting by variety, AP9.517 (Antip. Thess.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλοτερπής — ές, Α αυτός που τέρπει με ποικίλους τρόπους, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ τερπής] … Dictionary of Greek
ποικιλοτερπές — ποικιλοτερπής delighting by variety masc/fem voc sg ποικιλοτερπής delighting by variety neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek